- ζευγοποιία
- ζευγοποιία, ἡ,A the making of mouthpieces for double flutes, Thphr. HP4.11.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζευγοποιίαν — ζευγοποιίᾱν , ζευγοποιία the making of mouthpieces for double flutes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek